Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Η Ελλάδα το μαύρο πρόβατο της ευρωζώνης ή μία δεύτερη Γερμανία;

Του Απόστολου Γ. Χριστόπουλου

Εδώ και σχεδόν δύο χρόνια οι περισσότεροι Έλληνες αισθάνονται ντροπή για τους χαρακτηρισμούς που τους αποδίδονται ως τεμπέληδες, καλοπερασάκηδες, κομπιναδόροι και πολλά άλλα. Μάλιστα η ντροπή αυτή μεγαλώνει όταν κατηγορούνται επιπλέον ως υπαίτιοι για την...

...πιθανή διάλυση της ευρωζώνης και τις δυσμενείς επιπτώσεις στο Ευρώ. Είναι δυνατόν μία χώρα η οποία έχει τόσο περιορισμένο διεθνές εμπόριο να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα προσδιορισμού του Ευρώ σε σχέση με τα νομίσματα των εμπορικών της εταίρων; Είναι λογικό μία χώρα που ειδικά μετά τη μείωση του εγχώριου προϊόντος της τα τελευταία δύο χρόνια, αποτελώντας λιγότερο από το δύο τοις εκατό του προϊόντος της ευρωζώνης, να αποτελεί αιτία διάλυσής της; Είναι άραγε λογικό μία τόσο μικρή οικονομία να αποτελεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα το πρώτο θέμα συζήτησης σε όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης; Την ίδια ώρα μάλιστα που κράτη όπως οι ΗΠΑ βρίσκονται υπό τη συνεχή απειλή υποβάθμισης της οικονομίας τους λόγω του μεγάλου της χρέους ενώ ουσιαστικά βρίσκονται εκτός αγορών με την πλειοψηφία των κρατικών τίτλων να απορροφάται από τη FED η οποία εκδίδει συνεχώς νέο χρήμα το οποίο απλώς διατηρεί την αξία του λόγω της αποδοχής του ως νόμισμα διεθνών συναλλαγών λόγω του πλεονεκτήματος που του παρέχει η διασύνδεσή του με την αγορά πετρελαίου των κρατών του ΟΠΕΚ;

Η σύγχρονη προσέγγιση στις επενδυτικές αποφάσεις βασίζεται στις εκτιμήσεις της απόδοσης και του κινδύνου και στις προτιμήσεις του κάθε επενδυτή μεταξύ των δύο μεγεθών. Βάσει αυτής της θεωρίας τίθεται εύλογα ένα ερώτημα: Οι επενδυτές που αγόραζαν ελληνικά ομόλογα και εισέπρατταν τα υψηλά τοκομερίδια κάθε χρόνο, δεν γνώριζαν ότι αυτά αποτελούσαν την ανταμοιβή τους για τον κίνδυνο που αναλάμβαναν; Μάλιστα η πλειοψηφία των ελληνικών τίτλων κατέχεται από κερδοσκόπους που μελετούν τα οικονομικά δεδομένα των εκδοτών αναλαμβάνοντας το ρίσκο που αντιστοιχεί στις προσδοκίες τους για μεγαλύτερο κέρδος. Άρα γιατί μία αρνητική κατάληξη για τα κέρδη τους δεν μπορεί να θεωρείται εκ των πιθανών αποτελεσμάτων;

Όλοι όσοι επενδύουν σε ομόλογα της ευρωζώνης γνωρίζουν ότι εισπράττουν τη μικρότερη απόδοση από τα γερμανικά τα οποία συνοδεύονται από το χαμηλότερο κίνδυνο με το spread μεταξύ της γερμανικής απόδοσης και των άλλων κρατών να αυξάνεται όσο η οικονομία του εκδότη είναι πιο αδύναμη. Εάν λοιπόν δεν επιτρέπεται ένας εκδότης να προχωρήσει σε διακανονισμό του χρέους του όταν αποδεδειγμένα και όχι προσχηματικά αδυνατεί να αποπληρώσει το σύνολο των οφειλών του τότε γιατί θα πρέπει να επιβαρύνεται με υψηλότερο κόστος δανεισμού από ότι η Γερμανία;

Η κρίση που πλήττει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο την Ελλάδα αλλά και πολλές άλλες χώρες είναι αναμφισβήτητα μία κρίση χρέους. Τα τελευταία δέκα χρόνια είναι γνωστό ότι η δημιουργία του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος και η αποκλιμάκωση των επιτοκίων σε πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα οδήγησαν όλες τις χώρες σε υπερδανεισμό με τα γνωστά επακόλουθα. Παρότι όμως ο δανεισμός αυξανόταν κάθε χρόνο, η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ δεν άλλαζε καθώς το εγχώριο προϊόν αυξανόταν με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Σε χώρες μάλιστα όπως η Ελλάδα με μεγάλη παραοικονομία και σημαντικά περιθώρια εκμετάλλευσης του φυσικού τους πλούτου και της ομορφιάς τους η μεγάλη προσπάθεια θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην αύξηση του ΑΕΠ της που θα είχε ως επακόλουθο τη μείωση του ποσοστού χρέους με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι επιτυγχάνεται μέσα από τη μείωση των δαπανών που αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα του ΑΕΠ και επιδρά αρνητικά και σε όλα τα άλλα συστατικά που το καθορίζουν.

Αν είναι ντροπή για μία χώρα να μην μπορεί να καταβάλει τις οφειλές της γιατί άραγε η Ισλανδία αρνήθηκε με δημοψήφισμα την εξόφληση των χρεών της στο διεθνές τραπεζικό σύστημα; Γιατί οι ΗΠΑ που έφεραν το 2007 όλη αυτήν την αναστάτωση στον κόσμο μέσα από ένα απορυθμισμένο και σε πολύ μεγάλο βαθμό κερδοσκοπικό τραπεζικό σύστημα δεν απολογήθηκαν για ότι έκαναν; Σε αντίθεση με την Ελλάδα που όταν τα ασφαλιστικά της ταμεία μετά από συμβουλές των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών των ΗΠΑ επένδυσαν σε δομημένα ομόλογα ανέλαβαν το κόστος της επιλογής τους χωρίς να απαιτήσουν την αποκατάσταση των θέσεων που είχαν λάβει.

Σε αυτά τα δύο χρόνια της κρίσης είναι βέβαιο ότι καταλάβαμε τα λάθη μας και αυτό είναι θετικό, το αρνητικό είναι ότι ο τρόπος που προσπαθούμε να τα διορθώσουμε δεν είναι ο ενδεδειγμένος και τελικά οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Μήπως πρέπει να γίνει ένα νέο ξεκίνημα αρχίζοντας από την επανεκτίμηση του ελληνικού χρέους με βάση τα γερμανικά επιτόκια δανεισμού καθώς οι άρνηση σε έναν εκδότη για διακανονισμό πρακτικά τον καθιστά αντίστοιχο δανειολήπτη με τη Γερμανία;

* Απόστολος Γ. Χριστόπουλος - Λέκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών
capital