Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Στα 700 δισ. ευρώ μελλοντικά το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα



Στο 300% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος θα ανέλθει το 2100 το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία αν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε σήμερα Τετάρτη την έκθεση για τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα



και παρουσίασε τα αποτελέσματα της μελέτης σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Στην εκδήλωση απηύθυνε χαιρετισμό ο Πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου, ενώ μίλησαν ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος, η υπουργός Περιβάλλοντος κα. Τίνα Μπιρμπίλη και ο Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Στ. Δήμας.

Την έκθεση παρουσίασε ο ακαδημαϊκός και Συντονιστής της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Χρήστος Ζερεφός.

Όπως επισημάνθηκε, η σημερινή δυσχερής οικονομική συγκυρία φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δημιουργεί εμπόδια σχετικά με την εξασφάλιση των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν για την εφαρμογή πολιτικής μετριασμού και προσαρμογής.

Όμως, στο μέτρο κατά το οποίο η πολιτική αυτή αξιοποιείται ως ευκαιρία νέων δραστηριοτήτων και ανάπτυξης, μπορεί να αποτελέσει μέρος της στρατηγικής που θα συμβάλει στην ταχύτερη έξοδο από την οικονομική κρίση και στη διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου – με άλλα λόγια, η υιοθέτησή της, αντί να παρεμποδίζεται από το σημερινό οξύ πρόβλημα της οικονομίας, μπορεί να συμβάλει στη λύση του.

Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100, χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισ. ευρώ, ήτοι ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας.

Όπως τονίζεται στην έκθεση, η κλιματική αλλαγή θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις στους τομείς της γεωργίας, των δασών, της αλιείας, του τουρισμού, των μεταφορών, στις δραστηριότητες σε παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον των αστικών κέντρων οφείλονται στην αύξηση της θερμοκρασίας, στην ξηρασία, σε ακραία καιρικά φαινόμενα και στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας.

Οι επιπτώσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών, ενώ αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν επίσης στη βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα της Ελλάδος και την υγεία των κατοίκων.

Η μελέτη αποτίμησε το κόστος για την ελληνική οικονομία των μέτρων δραστικής μείωσης των εκπομπών, το οποίο εκτιμήθηκε ότι σωρευτικά φθάνει τα 113 δισ. ευρώ μέχρι το 2050 και συνολικά τα 142 δισ. ευρώ μέχρι το 2100, ήτοι ισοδυναμεί με περισσότερο από το ήμισυ του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ.

Το όφελος για την οικονομία θα είναι όμως πολλαπλάσιο, γιατί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, αν η μείωση των εκπομπών γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, θα περιορίσει το κόστος των αρνητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία σχεδόν κατά 60% (σε 294 δισ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης).

Τέλος, αποτιμήθηκε το κόστος προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, που αντιστοιχεί σε μακροχρόνιο πρόγραμμα επενδύσεων σε πολλούς τομείς για την προστασία από τις ζημίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Το σύνολο των επενδύσεων και άλλων δαπανών που θα απαιτηθούν συνολικά μέχρι το 2100 φθάνει τα 67 δισ. ευρώ, ήτοι ισοδυναμεί περίπου με το 1/3 του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ. δράση για την αντιμετώπισή της.

ΔΟΛ