Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Τα κλισέ δεν είναι αθώα



Tα κλισέ της αθλητικής δημοσιογραφίας είναι ανίκητα. Και δεν εννοώ μόνο τα ρητορικά που μερικά κρατούν αναλλοίωτα από την εποχή του Διακογιάννη στο ποδόσφαιρο και του Συρίγου στο μπάσκετ, και που στο κάτω-κάτω θα μπορούσαν να θεωρηθούν κομμάτι της ιδιολέκτου του κάθε αθλήματος και κώδικας επικοινωνίας των ανθρώπων που αγαπούν το ίδιο σπορ.


Κυρίως μιλώ για τα στερεότυπα που δημιουργούν καινοφανές ήθος και αποσπασματική, ξεκομμένη από τα δεδομένα της υπόλοιπης ζωής, ιδεολογία. Για παράδειγμα, είναι αποκλειστικό δημιούργημα των αθλητικών συντακτών η ηθική απαξία που συνοδεύει τον πανηγυρισμό του γκολ από τον σκόρερ εις βάρος της παλιάς του ομάδας. Για αυτό και δεν τον βλέπουμε σχεδόν ποτέ. Ο παίκτης κατεβάζει το κεφάλι και βαδίζει βουβός προς τη σέντρα τη στιγμή που οι συμπαίκτες του πανηγυρίζουν έξαλλα, σαν να λυπάται, σαν να κάνει μνημόσυνο στην προηγούμενη καριέρα του, σαν να προσπαθεί να πετύχει το ακατόρθωτο στα σπορ να τους έχει δηλαδή όλους ευχαριστημένους. Και αυτούς που έβαλαν το γκολ και αυτούς που το έφαγαν. Αλίμονό του τι θα άκουγε από τους εκπαιδευμένους από τους δημοσιογράφους φιλάθλους αν έκανε το αντίθετο. Αλλά η αξία του αθλήματος είναι η αντιπαλότητα και όχι η συμμετοχή όπως ένα άλλο δημοσιογραφικό κλισέ θέλει.

Δεν έχει βέβαια και μεγάλη σημασία όλο αυτό. Ο σκόρερ ούτως ή άλλως στήνει πάρτυ μέσα του, τις περισσότερες φορές πιο τρελό από ό,τι σε άλλα γκολ γιατί το γκολ απέναντι στην παλιά του ομάδα συνήθως είναι πιο γλυκό, είναι απάντηση στη διοίκηση που δεν τον κράτησε, ή αν ήθελε να τον κρατήσει είναι δική του επαγγελματική δικαίωση που δεν δέχτηκε. Παραλλήλως ακούει τα συνήθη για το ηθικό του μεγαλείο που συνοψίζονται στο απαράμιλλο «ο Σαλπιγγίδης απέδειξε ότι εκτός από μεγάλος ποδοσφαιριστής είναι και μεγάλος άνθρωπος». Ενώ ο ποδοσφαιριστής συνήθως είναι απλώς ένα μεγάλο παιδί και είναι τυχερός για αυτό.

Το πρόβλημα υπάρχει όταν τα αθλητικά κλισέ παράγουν ιδεολογία πέραν των ορίων τους. Και κυρίως όταν αυτή γειτονεύει με τον εθνικισμό. Είκοσι χρόνια οι κάθε είδους αγώνες των ελληνικών ομάδων σε τουρκικές πόλεις ήσαν διαποτισμένοι από τον αλυτρωτισμό της Πόλης και της Παναγιάς του Σουμελά. Από την εποχή που ο Ιωαννίδης ετοίμαζε τα ελληνόπουλά του (σερβάκια) σαν αφυπνισμένους μαρμαρωμένους βασιλιάδες για να χύσουν το αίμα τους στο παρκέ της Εφες Πίλσεν. Τότε που κομμάτι του αθλητικού τύπου συνεπικουρούμενο από τους αστέρες των λάιφ στάιλ εντύπων μας γάνωναν τα μυαλά με τη ρηχή εθνικιστική του ρητορεία για την σημασία μιας νίκης στη πόλη του Παλαιολόγου. Η υπόλοιπη ζωή άλλαξε, αυτοί έχουν μείνει κολλημένοι εκεί.

Το 2004 όπου και αν βρισκόσουν στην Πόλη εύρισκες τι-σερτ με την γαλανόλευκη και τον Ζαγοράκη. Στο διάστημα που μεσολάβησε πολλοί τούρκοι και έλληνες παίκτες πέρασαν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου για να παίξουν ποδόσφαιρο και μπάσκετ ενώ δεκάδες αγώνες δώσαμε στην Κωνσταντινούπολη σαν να παίζαμε στο |Βέλγιο. Μόνο τα κλισέ του αθλητικού τύπου δεν καταλαβαίνουν Χριστό.

Μας ζάλισαν προχτές πάλι με τη τεράστια σημασία της ανάκρουσης του Εθνικού Ύμνου και της έπαρσης της γαλανόλευκης ειδικά μέσα στην Κωνσταντινούπολη, τη στιγμή της απονομής στον Χονδροκούκη. Μα, σαράντα φορές το είπαν. Έλεος. Λες και δεν είχε τίποτα άλλο αξία στην προσπάθεια αυτού του παιδιού παρά η ταπείνωση των Τούρκων να υποστούν τα εθνικά μας σύμβολα στα μούτρα τους. Όλοι οι υπόλοιποι βέβαια δεν βλέπαμε τίποτα που συμβάδιζε με την καταστροφή του Δράμαλη που κατήγαγαν στα κεφάλια τους, παρά μια αθλητική νίκη ενός Έλληνα. Το πολεμικό κλίμα ανάμεσα στους φιλάθλους των δύο χωρών έχει ατονήσει αρκετά και δεν υπάρχει λόγος να υποδαυλίζεται.

Ειλικρινά δεν νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι διακατέχονται από τουρκοφαγικά ένστικτα. Απλώς έτσι τα βρήκαν και έτσι τα συνεχίζουν. Δεν είναι δηλαδή ότι πιστεύουν τόσο στην ανίκητη ελληνική ψυχή όσο ότι παγιδεύονται στο ανίκητο δημοσιογραφικό κλισέ. Μηχανικά και ανεπεξέργαστα. Ε, επιτέλους ας το επεξεργαστούν.

του Ανδρέα Πετρουλάκη

via protagon.gr