Πάνω από το 20% της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία παράγεται πλέον από «πράσινες» πηγές, σύμφωνα με τη Γερμανική Ένωση Βιομηχανιών Ενέργειας και Υδάτων (BDEW). Τα ενθαρρυντικά στοιχεία δίνουν νέα ώθηση στις προσπάθειες της Γερμανίας να αφήσει σταδιακά πίσω της την πυρηνική ενέργεια έως το 2022...
...έχοντας κατορθώσει μέχρι τότε να αντλεί το 35% της παραγωγής της από ΑΠΕ.
Σύμφωνα με την έκθεση, το πρώτο εξάμηνο του 2011, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έφθασε το 20,8%, όταν το 2010 ανερχόταν στο 18,3% της συνολικής ζήτησης. Η BDEW εκτιμά ότι η αξιοσημείωτη αύξηση δεν σχετίζεται με την απόφαση της καγκελαρίου ’νγκελα Μέρκελ να κλείσει επτά πυρηνικά εργοστάσια, στον απόηχο της πυρηνικής κρίσης στην Ιαπωνία.
Διπλασιασμός της ηλιακής ενέργειας
Συγκεκριμένα, η συνολική κατανάλωση στη χώρα παρέμεινε σταθερή στα 275,5 δισ. κιλοβατώρες, όμως η ενέργεια που παρήχθη από ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις, βιομάζα ή αποτέφρωση αποβλήτων ανήλθε στα 57,3 δισ. κιλοβατώρες κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Η αιολική ενέργεια - η σημαντικότερη μορφή καθαρής ενέργειας στη χώρα- αυξήθηκε στα 20,7 δισ. κιλοβατώρες, ποσότητα που μεταφράζεται στο 7,5% της συνολικής κατανάλωσης.
Ιδιαίτερη αίσθηση όμως προκαλεί το γεγονός ότι η παραγωγή ηλιακής ενέργειας - που σχεδόν διπλασιάστηκε- ξεπέρασε για πρώτη φορά φέτος σε ποσοστά την υδροηλεκτρική. «Λόγω της πληθώρας νέων φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων και της ηλιοφάνειας κατά τη διάρκεια της άνοιξης, η ηλιακή ενέργεια εκτόπισε την υδροηλεκτρική από την τρίτη θέση», σημειώνει η BDEW.
«Ευκαιρία για την Ελλάδα»
Μερίδα του γερμανικού Τύπου σχολιάζει ότι το ενεργειακό τοπίο που διαμορφώνεται στη χώρα την επαύριο της ιστορικής απόφασης για κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών, αποτελεί πρώτης τάξεως ευκαιρία για χώρες της νοτίου Ευρώπης.
Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του περιοδικού Focus, ότι «δίνεται η ευκαιρία σε χώρες όπως η Ελλάδα να απελευθερωθούν από το χρέος τους», καθώς όπως σημειώνεται, στον ευρωπαϊκό Νότο καταγράφονται κατά μέσο όρο 2.000 ώρες ηλιοφάνειας το χρόνο έναντι μόνο 800 στη Γερμανία.