Η Christine Lagarde αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικότερες προσωπικότητες της Γαλλίας αλλά και διεθνώς και θέτει ισχυρή υποψηφιότητα για την προεδρία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η Christine Lagarde γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1956 στο ένατο διαμέρισμα του Παρισιού με το επίθετο Lallouette και αποτελώντας το μοναδικό κορίτσι ανάμεσα σε τρεις αδερφούς, τον Luc, τον Remi και τον Olivier ο οποίος είναι βαρύτονος τραγουδιστής της όπερας. Ο πατέρας της Robert Lallouette και η μητέρα της Nicole Carre ήταν καθηγητές πανεπιστημίου στις κλασικές σπουδές. Η ίδια παρακολούθησε τα μαθητικά της χρόνια στο Lycee Francois-ler και στο Lycee Claude Monet du Havre. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη συγχρονισμένη κολύμβηση καταφέρνοντας να μπει στην εθνική ομάδα της Γαλλίας και σε ηλικία μόλις 15 ετών να κερδίσει το χάλκινο μετάλλιο στο εθνικό πρωτάθλημα. Δυστυχώς, σε ηλικία 17 ετών χάνει τον πατέρα της και η μητέρα της είναι αναγκασμένη να μεγαλώσει μόνη της εκείνη και τα αδέρφια της.
Το 1974, μετά την απόκτηση του πτυχίου της Νομικής κερδίζει μία υποτροφία και αποφασίζει να ταξιδέψει για πρώτη φορά στις ΗΠΑ χάρη στον οργανισμό AFS. Παρακολουθεί τα μαθήματα και λαμβάνει το δίπλωμά της από το Holton Arms School του Maryland, ενώ κάνει την εκπαίδευσή της στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, ως βοηθός του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου των ρεπουμπλικάνων στο Maine, William S. Cohen, ο οποίος διετέλεσε αργότερα υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον.
Το 1981 μετά την αποφοίτησή της ξεκίνησε να εργάζεται ως δικηγόρος στο Παρίσι και γρήγορα έγινε μέλος του δικηγορικού γαλλικού γραφείου Baker & McKenzie, το οποίο αποτελεί ένα από τα κορυφαία δικηγορικά γραφεία παγκοσμίως με 4600 συνεργάτες σε 35 χώρες. Μέσα στην 25ετή της καριέρα κατάφερε να γίνει αναπληρώτρια του γραφείου στο Παρίσι το 1987, διευθύνουσα σύμβουλος το 1991 και εκτελεστικό μέλος της παγκόσμιας επιτροπής που βρίσκεται στο Σικάγο το 1995, ενώ το 1999 έγινε πρόεδρος της επιτροπής παραμένοντας στη θέση αυτή μέχρι το 2004. Υπό την προεδρία της, η εταιρεία αύξησε τον κύκλο των εργασιών της κατά 50% για να κλείσει το 2004 στο 1.228.000.000 δολάρια.
Από το 1995 έως το 2002 διετέλεσε και μέλος του CSIS, του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, στο οποίο συμπροέδρευε με τον Zbigniew Brzezinski στις επιτροπές Acton USA – UE - Pologne, ενώ το 2003 έγινε επίσης μέλος της επιτροπής για τη διεύρυνση των ευρωατλαντικών σχέσεων.
Το 2004, ο Πρόεδρος Ζακ Σιράκ της απένειμε το μετάλλιο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής, ενώ τον Απρίλιο του 2005, η Lagarde μπήκε στο εποπτικό συμβούλιο της πολυεθνικής ολλανδικής εταιρείας ING Group λίγο πριν αναλάβει τα υπουργικά της καθήκοντα τον Ιούνιο του 2005 στο Υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου, στην κυβέρνηση του Dominique de Villepin. Εκείνη την εποχή, η Lagarde ήταν ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό αλλά έκανε αισθητή την παρουσία της καθώς από την εμπειρία της ως δικηγόρος προχώρησε άμεσα σε μεταρρυθμίσεις του γαλλικού εργατικού δικαίου, το οποίο θεωρούσε τροχοπέδη για τις προσλήψεις.
Από τότε η πολιτική της καριέρα μετρά ένα μήνα μόλις στο Υπουργείο Γεωργίας και Αλιείας στην πρώτη κυβέρνηση του Francois Fillon πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2007. Στις 19 Ιουνίου του 2007 έγινε η πρώτη γυναίκα στη Γαλλία αλλά και ανάμεσα στα κράτη των G8, που αναλαμβάνει καθήκοντα Υπουργού Οικονομικών, καθώς διορίστηκε στο Υπουργείο Οικονομίας, Βιομηχανίας και Απασχόλησης, όπως ονομάζεται σήμερα, αντικαθιστώντας τον προκάτοχό της Jean-Louis Borloo. Ένα από εκείνα που υποστηρίζει σθεναρά και έχει γράψει και σε επιστολές της προς το Νικολά Σαρκοζί είναι ότι η εργασία οφείλει να αμείβεται, ενώ ως υπουργός Εμπορίου της Γαλλίας από το 2005 έως το 2007 έθεσε σαν στόχο της να ανοίξει νέες αγορές για τα γαλλικά προϊόντα δίνοντας έμφαση περισσότερο στον τομέα της τεχνολογίας.
Σε εκείνα που την χαρακτηρίζουν ως Υπουργό Οικονομικών είναι δύο νομοσχέδια που κατέθεσε, ένα για τον εκσυγχρονισμό της γαλλικής οικονομίας, και ένα για τη συγχώνευση των ANPE και UNEDIC.
Το 2006 το περιοδικό Forbes την κατέταξε στην 30η θέση ανάμεσα στις πιο ισχυρές γυναίκες στον κόσμο και τον επόμενο χρόνο ανέβηκε στην δωδέκατη θέση, στην τρίτη θέση στην Ευρώπη και στην δεύτερη θέση στην Γαλλία πίσω από την Michele Alliot-Marie, ενώ το περιοδικό Time το 2009 και το 2010 την συμπεριέλαβε στην ετήσια έκδοσή του με τους 100 πιο σημαντικούς ανθρώπους στον κόσμο.
Το καλοκαίρι του 2010 παρουσιάστηκε από τον τύπο ως πιθανή διάδοχος του πρωθυπουργού Francois Fillon και ενώ στις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι οι Γάλλοι το σκέφτονταν εντούτοις εκείνη είχε δηλώσει ότι δεν αισθανόταν έτοιμη για την θέση αυτή και θα επιθυμούσε να συνεχίσει ως Υπουργός Οικονομικών.
Μετά την παραίτηση του Ντομινίκ Στρος Καν από τη θέση του διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το όνομά της φιγουράρει πρώτο ως η πιθανότερη αντικαταστάτης του.